ψάγιος

ψάγιος
ψᾰγῐος
1 crooked, distorted met.

μαθὼν δέ τις ἀνερεῖ, εἰ πὰρ μέλος ἔρχομαι ψάγιον ὄαρον ἐννέπων N. 7.69


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ψάγιος — ία, ον, Α 1. πλάγιος, επικλινής 2. μτφ. ασταθής. [ΕΤΥΜΟΛ. Η σημ. τού επιθ. οδηγεί στο επίθ. πλάγιος. Ωστόσο, μορφολογικές δυσχέρειες καθιστούν προβληματική τη σύνδεσή τους] …   Dictionary of Greek

  • ψάγιον — ψάγιος oblique masc acc sg ψάγιος oblique neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψάδιος — ία, ον, Α (κατά τον Ησύχ.) (κυρίως το ουδ.) ψάδιον «κάταντες». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται, πιθ., με το επίθ. ψάγιος*] …   Dictionary of Greek

  • όαρος — ὄαρος, ὁ (Α) 1. φιλική συναναστροφή, σχέση οικειότητας («παρθενίους τ ὀάρους μειδήματά τε», Ησίοδ.) 2. συνομιλία, λόγος 3. μικρή ωδή, ασμάτιο («μαλθακᾷ φωνᾷ ποτιστάζων ὄαρον», Πίνδ.) 4. στον πληθ. οἱ ὄαροι αναγνώσεις, αναγνώσματα 5. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”